- κλόουν
- (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα αποδίδεται ορισμένες φορές κάποια συγγένεια με κωμικά πρόσωπα του λαϊκού θεάτρου, όπως ο Γκρατσιόσο των Ισπανών, ο Χάνσβουρστ των Γερμανών, ο Φουλ του αγγλικού ελισαβετιανού θεάτρου ή ο Τσάνι της ιταλικής Κομέντια ντελ άρτε, είναι καινοφανές δημιούργημα και φέρει τα δικά του χαρακτηριστικά. Η τυπική μορφή του, που συνδυάζει έντονη κωμικότητα με ακροβατική επιδεξιότητα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Τζουζέπε Γκριμάλντι, έναν αρλεκίνο από τη Γένοβα, που εγκαταστάθηκε το 1760 στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα ο γιος του, Τζο (1778-1834) προσέδωσε στον κ. νέα στοιχεία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα επιτυχημένο κράμα μεσογειακής και βορειοευρωπαϊκής κωμικότητας. Μολονότι ο Τζο Γκριμάλντι δεν εμφανίστηκε ποτέ σε τσίρκο, ο Άστλεϊ, δημιουργός του σύγχρονου τσίρκου, είχε την έμπνευση να προσθέσει στις επιδείξεις με άλογα και νούμερα με κ., χρησιμοποιώντας μαθητές του Γκριμάλντι, όπως για παράδειγμα τον Μπαρτ ή τον Γουίντικομπ. Το ίδιο έκανε και ο Αντόνιο Φρανκόνι στο παρισινό τσίρκο του. Οι κ. με τα αστεία που έλεγαν, τις κωμικές πράξεις και τις παντομίμες, καθιερώθηκαν ως αναπόσπαστο κομμάτι των θεαμάτων του τσίρκου.
Υπάρχουν πολλοί τύποι κ., όπως οι ομιλούντεςάσπροι που προκαλούν ευθυμία με τα πνευματώδη αστεία τους, οι σοβαροίτόνι που, αντίθετα, παριστάνουν τους ανόητους ή τους αφελείς και τελικά δέχονται πάντοτε χτυπήματα ή κλωτσιές, οι βουβοί, που κάνουν πάντα παντομίμες, οι λεγόμενοι κ. της βραδιάς, που με αστεία και ακροβασίες συμπληρώνουν τα διαλείμματα των θεαμάτων και τέλος οι μουσικοί, οι οποίοι είναι δεξιοτέχνες σε διάφορα όργανα.
Οι πρώτοι κ. που έγιναν διάσημοι στην Ευρώπη κατά τον 19o αι. ήταν Άγγλοι: Τομ Μάθιους, Μπίλι Σόντερς, Φλέξμορ, Ντιούχερστ και, στα μέσα του αιώνα, ο σαιξπηρικός κ. Μπόσουελ, ο οποίος παρωδούσε σκηνές από τον Άμλετ (είδος που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία στην Αγγλία) και πέθανε πάνω στη σκηνή, το 1859. Την ίδια εποχή, οι Γάλλοι Οριόλ και Μαζιριέ, ακροβάτες κ., αμφισβητούσαν τα πρωτεία των Άγγλων. Το 1860, κατέκτησαν τον κόσμο με τις αστείες και ακροβατικές παντομίμες τους οι Ιρλανδοί αδελφοί Χάνλον Λις που ονομάστηκαν εκκεντρικοί. Κατόπιν, εμφανίστηκαν οι σοβαροί κ. Στο Παρίσι, κατά τα τέλη του αιώνα, σημείωσε μεγάλη επιτυχία ένα ζευγάρι σοβαρών κ. το οποίο αποτελούσαν ο Άγγλος Φούτιτ και ο νέγρος Σοκολά. Πολλοί διάσημοι κ. του 20ού αι. κατάγονταν από την Ιταλία, όπως οι Φρατελίνι (Φραντσέσκο, Αλμπέρτο και Πάολο) που δόξασαν το Τσίρκο Μεντράνο του Παρισιού, μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει ο Γκροκ, μεγαλοφυής καλλιτέχνης του τσίρκου και του μιούζικ χολ. Ανάμεσα στους σημαντικότερους κ. ήταν ακόμη οι Ρώσοι Όλεγκ Ποπόφ και Καράν ντ’ Ας, ο Ιταλός Ακίλε Τσαβάτα και ο Αμερικανός Έμετ Κέλι.
Στα μέσα του 20ού αι. οι κινηματογραφικές παραγωγές –κυρίως οι ταινίες των Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον– υποσκέλισαν κατά κάποιον τρόπο τις ζωντανές παραστάσεις των κ., οι οποίες υποβιβάστηκαν σε ένα θέαμα δευτερεύουσας σημασίας.
Ο κλόουν είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές κάθε τσίρκου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και κλόουν, ο άκλ.1. παλιάτσος ή γελωτοποιός τσίρκου2. μτφ. άτομο που συμπεριφέρεται κατά τρόπο ο οποίος προκαλεί θυμηδία («έχει καταντήσει κλόουν για χάρη της»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. clown].
Dictionary of Greek. 2013.